ἀνεξερευνήτου

ἀνεξερευνήτου
ἀνεξερεύνητος
not to be searched out
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λα Βεραντρί, Πιερ ντε- — (Pierre Gaultier de Varennes sieur de La Vérendrye, Τρουά Ριβιέρ 1685 – Μόντρεαλ 1749). Καναδός εξερευνητής. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας στη Γαλλία, ο Λ.Β. εγκαταστάθηκε στα σύνορα του Καναδά, όπου έχτισε πλήθος οχυρών, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Τζόις, Τζέιμς — (Joyce, Δουβλίνο 1882 – Ζυρίχη 1941). Ιρλανδός συγγραφέας. Πρωτότοκος γιος πολυμελούς μεσοαστικής οικογένειας, παρακολούθησε τη βαθμιαία κατάπτωσή της με το ίδιο κριτικό και απροκατάληπτο βλέμμα με το οποίο έζησε την εμπειρία μιας αυστηρής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”